- ἱερωστί
- ἱερωστί, auf heilige Art
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιερωστί — ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α) επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν ωστί, νε ωστί, ταχε ωστί] … Dictionary of Greek
ιρωστί — ἱρωστὶ (Α) επίρρ. (ιων. τ. τού ιερωστί) με ιερό τρόπο … Dictionary of Greek
μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] … Dictionary of Greek